- ἀστρατηγησία
- ἀστρᾰτηγ-ησία, ἡ,A incapacity for command, D.H.9.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστρατηγησία — ἀστρατηγησία, η [αστρατήγητος] η ακαταλληλότητα για το αξίωμα του στρατηγού … Dictionary of Greek
ἀστρατηγησίας — ἀστρατηγησίᾱς , ἀστρατηγησία incapacity for command fem acc pl ἀστρατηγησίᾱς , ἀστρατηγησία incapacity for command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)